- ὄθετ'
- ὄθεται , ὄθομαιtake heedpres ind mp 3rd sgὄθετο , ὄθομαιtake heedimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οβριμοεργός — ὀβριμοεργός, όν (Α) (επικ. τ.) 1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα 2. (κατ επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» +… … Dictionary of Greek